- μαγματικός
- η , ό[ν] геол магматический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγματικός — ή, ό [μάγμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάγμα 2. αυτός που αποτελείται ή προήλθε από μάγμα … Dictionary of Greek